χρυσωτικός

χρυσωτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρύσωση και στον χρυσωτή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρυσωτικά
α) η αμοιβή τού χρυσωτή για την εκτέλεση μιας εργασίας
β) οι δαπάνες για το χρύσωμα, για την επιχρύσωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσωτής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρυσωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρυσωτή. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., χρυσωτικά η αμοιβή του χρυσωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”